ὕφαλον

ὕφαλον
ὕφαλος
under the sea
masc/fem acc sg
ὕφαλος
under the sea
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έρεβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη …   Dictionary of Greek

  • ύφαλος — η, ο / ὕφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλος ωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”